στρατόπεδο

στρατόπεδο
Τόπος εγκατάστασης στρατεύματος ή ατόμων οργανωμένων στρατιωτικά. Επίσης, τόπος περιορισμού πολιτικών αντιπάλων (σ. συγκέντρωσης). Στην αρχαία Ρώμη, ο στρατός δε στρατοπέδευε, αν προηγούμενα δεν οχυρωνόταν σε θέση η οποία είχε επιλεγεί. Το ρωμαϊκό σ. είχε όψη αληθινής πόλης, με δρόμους, πραιτώριο, βωμούς. Η διάταξη του σ. ήταν πάντα η ίδια. Ο Πολύβιος αναφέρει με λεπτομέρειες πώς ήταν τα σ. της εποχής του, τα οποία οργάνωναν μετά από σχετικές υποδείξεις οιωνοσκόπων. Το τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο σ. περιβαλλόταν από τάφρο και χαράκωμα, πάνω από το οποίο υπήρχε φράκτης με πασσάλους. Τέσσερα ανοίγματα χρησίμευαν σαν έξοδοι. Έξω από το σ. βρίσκονταν τα φυλάκια. Τα σ. είχαν διάφορες ονομασίες, ανάλογα με τους όρους, τους οποίους εξυπηρετούσαν και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν δημιουργηθεί. Υπήρχαν έτσι τα castra aestiva, που τα δημιουργούσαν στην περίοδο της άνοιξης, γιατί την εποχή αυτή συνήθιζαν να πολεμούν οι αρχαίοι. Τα σ. όπου διαχείμαζε ο στρατός ονομάζονταν castra hiberna. Περισσότερο οργανωμένα ήταν τα μόνιμα σ., τα castra stativa, που βρίσκονταν στις παραμεθόριες περιοχές του κράτους και τα σ. που υπήρχαν στις ακτές, τα castra navalia, που χρησίμευαν για την παραμονή του στρατού έπειτα από κάποια απόβαση. Στην αρχαία Ελλάδα, αρχική προϋπόθεση για τη δημιουργία σ. ήταν να βρεθεί φυσική οχυρή θέση για την εγκατάσταση του. Κάθε μονάδα, συγκέντρωνε τις σκηνές της σε ιδιαίτερο χώρο. Η σκηνή του στρατηγού στηνόταν στο κέντρο του οχυρού, όπου συγκλίνανε όλοι οι δρόμοι του σ. Μπροστά συσσώρευαν τα όπλα. Κοντά στο σ. φρόντιζαν να δημιουργήσουν αγορά, από την οποία οι στρατιώτες προμηθεύονταν τα αναγκαία. Στη Γαλλία, τα πρώτα σ. δημιουργήθηκαν επί Λουδοβίκου IA’ στην Πικαρδία (1470). Στο τέλος του 17ου αι., υπήρχαν σ. που μπορούσαν να φιλοξενήσουν 80.000 άντρες. Αργότερα δημιουργήθηκαν, εκτός από τα μόνιμα, και σ. στρατιωτικής εκπαίδευσης. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία σ. σημαίνει περιχαρακωμένη περιοχή, μακριά ή κοντά σε πόλεις, στην οποία είναι στρατοπεδευμένες στρατιωτικές μονάδες. Αυτή η αποκέντρωση, που υιοθετήθηκε και στην Ελλάδα, έγινε από ανάγκη, εξαιτίας των ειδικών στρατιωτικών αναγκών, οι οποίες δημιουργήθηκαν τα χρόνια που ακολούθησαν την εθνική αποκατάσταση. Με τον τρόπο αυτό γίνεται δυνατή και η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων, αλλά και η αποτελεσματικότερη διακίνηση των στρατιωτών, σε περίπτωση πολέμου.
* * *
το / στρατόπεδον ΝΜΑ
χώρος όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα στρατός
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) τόπος εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα στράτευμα («στρατόπεδα εργασίας»)
2. φρ. α) «στρατόπεδο εκπαίδευσης» — εδαφική έκταση όπου στρατοπεδεύει στρατός για την εκτέλεση γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων
β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την επίκληση λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας
μσν.
η ακολουθία τού αυτοκράτορα ή τού αντιπροσώπου του
αρχ.
1. στρατός εγκατεστημένος σε στρατόπεδο
2. στράτευμα
3. στόλος πλοίων, ναυτική μοίρα
4. η ρωμαϊκή λεγεώνα
5. στον πληθ. τὰ στρατόπεδα
(στη Ρώμη) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές τού πραίτωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -πεδο(ν) (< πέδον*), πρβλ. οικό-πεδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατόπεδο — το 1. μέρος όπου στρατοπεδεύει κάποιος: Οι εχθροί θέλησαν να καταλάβουν το στρατόπεδό μας. 2. «Στρατόπεδο συγκέντρωσης», τόπος συγκέντρωσης αιχμαλώτων ή πολιτικών αντιπάλων: Ο δικτάτορας γέμισε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με πολιτικούς αντιπάλους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατόπεδο συγκέντρωσης — Σ. του είδους ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς στη διάρκεια της εξέγερσης της Κούβας. Κατά τη διάρκεια του πόλεμου των Μπόερς, οι Άγγλοι έκλεισαν σε σ. συγκέντρωσης τα γυναικόπαιδα και τους γέρους, για να κάμψουν την αντίσταση των αντιπάλων τους. Στον …   Dictionary of Greek

  • Концентрационный лагерь Хайдари — (греч. στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου)  в западном пригороде Афин, функционировал с сентября 1943 года до конца сентября 1944 года, когда вермахт начал эвакуацию с территории Греции. Известен как греческая Бастилия[1]. До этого здесь… …   Википедия

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • καστρήσιος — ο (AM καστρήσιος και καστρήνσιος και καστρί[ν]σιος) εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δίνεται σε κατώτερους κληρικούς μσν. αρχ. 1. παιδί που γεννήθηκε σε στρατόπεδο, σε στρατώνα 2. ως επίθ. καστρήσιος, ον αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στρατόπεδο …   Dictionary of Greek

  • Ζάξενχαουζεν — (Sachenhausen). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Γερμανίας στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 34 χλμ. ΒΔ του Βερολίνου. Στο Ζ. υπήρχε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου βρίσκονταν έγκλειστοι πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Μακρόνησος ή Μακρονήσι — Ακατοίκητη νησίδα (18,3 τ. χλμ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων, η οποία βρίσκεται απέναντι από το Λαύριο. Έχει μακρόστενο σχήμα, απ’ όπου προήλθε και η ονομασία της. Στο νησί αυτό την άνοιξη του 1947 ιδρύθηκε στρατόπεδο… …   Dictionary of Greek

  • Μαουτχάουζεν — (Mauthausen). Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Βρισκόταν κοντά στην ομώνυμη κωμόπολη της Άνω Αυστρίας. στην αριστερή όχθη του Δούναβη και σε απόσταση 30 χλμ. Α του Λιντς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατούμενων άρχισε να λειτουργεί τον… …   Dictionary of Greek

  • Νταχάου — (Dachau). Πόλη (25.000 κάτ.) της Γερμανίας, στη Βαυαρία. Είναι χτισμένη σε απόσταση 505 μ. στα αριστερά του ποταμού Άμπερ και 12 χλμ. από το Μόναχο. Διαθέτει βιομηχανίες τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών, μηχανοκατασκευών, υφασμάτων, χαρτιού και μπίρας …   Dictionary of Greek

  • Σαπούρ — Όνομα βασιλιάδων της Περσίας. 1. Σ. ο A’. Βασιλιάς της Περσίας (240 271). Ήταν γιος του Αρταξέρξη (226 240), του θεμελιωτή της δυναστείας των Σασανιδών. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, γιατί οι Αρμένιοι προσπάθησαν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”